- οὐδάμινος
- οὐδᾰμ-ῐνος, η, ον (proparox., cf. Hdn. Gr. 2.26),A worthless, good for nothing, J.AJ17.2.4, 18.7.1, Heph.Astr.3.2, Anon. in Rh.186.16, Hsch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ουδαμινός — οὐδαμινός, ή, όν και, κατά τον Ηρωδιαν., οὐδάμινος, η, ον (Α) ανάξιος λόγου, τιποτένιος, ευτελής. [ΕΤΥΜΟΛ. < οὐδαμοῦ + κατάλ. ινός (πρβλ. μηδαμ ινός)] … Dictionary of Greek
οὐδάμινος — worthless masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὐδαμινώτερον — οὐδάμινος worthless adverbial comp οὐδάμινος worthless masc acc comp sg οὐδάμινος worthless neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὐδαμινώτερα — οὐδάμινος worthless neut nom/voc/acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμός — (I) ἁμὸς και ἀμός, ή, όν και αιολ. ἄμμος, η, ον αντί τού ἡμέτερος και συχνά αντί τού ἐμός. [ΕΤΥΜΟΛ. Βραχύτερος τ. αντί ημέτερος (πρβλ. ὑμὸς αντί ὑμέτερος, σφὸς αντί σφέτερος). Στον Όμηρο αντί τού ἁμὸς χρησιμοποιείται συχνότερα η πληρέστερη μορφή… … Dictionary of Greek
ουδαμινότης — οὐδαμινότης, ητος, ἡ (Α) [ουδαμινός] μηδαμινότητα … Dictionary of Greek
οὐδαμινωτέραν — οὐδαμινωτέρᾱν , οὐδάμινος worthless fem acc comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)